κυματώδης

κυματώδης
ης, ες
1) волнистый; 2) неспокойный, волнующийся, бурный (о море и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κυματώδης" в других словарях:

  • κυματώδης — ες (Α κυματώδης, ῶδες) αυτός που έχει πολλά και μεγάλα κύματα, φουρτουνιασμένος («αύριο η θάλασσα θα είναι κυματώδης») αρχ. 1. (για τόπο) αυτός που πλήττεται από κύματα 2. μτφ. (για τον σφυγμό) αυτός που παρουσιάζει αυξομειώσεις, κυμαινόμενος… …   Dictionary of Greek

  • κυματώδης — κῡματώδης , κυματώδης on which the waves break masc/fem acc pl (attic epic doric) κῡματώδης , κυματώδης on which the waves break masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κῡματώδης , κυματώδης on which the waves break masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυματώδης, -ης, -ες — γεν. ούς, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, κυματοειδής, φουρτουνιασμένος: Η θάλασσα ήταν κυματώδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυματωδέστερον — κῡματωδέστερον , κυματώδης on which the waves break adverbial comp κῡματωδέστερον , κυματώδης on which the waves break masc acc comp sg κῡματωδέστερον , κυματώδης on which the waves break neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυματώδει — κῡματώδει , κυματώδης on which the waves break masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κῡματώδει , κυματώδης on which the waves break masc/fem/neut dat sg κῡματώδεϊ , κυματώδης on which the waves break dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυματώδη — κῡματώδη , κυματώδης on which the waves break neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κῡματώδη , κυματώδης on which the waves break masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κῡματώδη , κυματώδης on which the waves break masc/fem acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • κυματῶδες — κῡματῶδες , κυματώδης on which the waves break masc/fem voc sg κῡματῶδες , κυματώδης on which the waves break neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυματώδεις — κῡματώδεις , κυματώδης on which the waves break masc/fem acc pl κῡματώδεις , κυματώδης on which the waves break masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • δρεπάνιο — το βοτ. ανθοταξία κυματώδης κατά την οποία όλοι οι πλάγιοι άξονες βρίσκονται στην ίδια πλευρά και σε ένα επίπεδο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»